σουγχώρεισις

σουγχώρεισις
ἡ, Α
βλ. συγχώρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγχώρηση — η / συγχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ και συγχώρεση και σ(υ)χώρεση Ν, και σουγχώρεισις Α [συγχωρῶ] η ενέργεια τού συγχωρώ, παροχή συγγνώμης, άφεση αμαρτιών (α. «ζήτησε συγχώρηση για το κακό που τους έκανε» β. «ἵνα τῶν ἰδίων ἁμαρτημάτων... συγχώρησιν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”